Η Πρόπτωση της Μιτροειδούς Βαλβίδας είναι η πιο συχνή και η λιγότερο επικίνδυνη πάθηση βαλβίδας της καρδιάς, με συχνότητα που πλησιάζει το 5% του γενικού πληθυσμού. Η πρόπτωση της μιτροειδούς βαλβίδας δεν αποτελεί νόσο αλλά σύνδρομο με ποικιλία κλινικών ευρημάτων και γενετική προδιάθεση. Με τον όρο σύνδρομο καλούμε την κατάσταση εκείνη όπου εμφανίζονται πολλά συμπτώματα όπως πόνος στο θώρακα καρδιακές αρρυθμίες κόμπος στον λαιμό κ.ά. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο πάσχων από πρόπτωση της μιτροειδούς βαλβίδας είναι ασυμπτωματικός και ένας τυπικός καρδιολογικός έλεγχος καταλήγει στην διάγνωση. Η αρχική διάγνωση μπορεί να γίνει με την ακρόαση με ένα απλό στηθοσκόπιο. Όμως η απεικόνιση της καρδιάς με υπερήχους μπορεί να μετρήσει τη σοβαρότητα της πρόπτωσης και της ανεπάρκειας της βαλβίδας, καθώς και την επίδρασή της στην καρδιακή λειτουργία.
Ανατομικά και Φυσιολογικά στοιχεία
Η κύρια λειτουργία της καρδιάς είναι η προώθηση του αίματος σε όλα τα υπόλοιπα όργανα και ιστούς του σώματος. Ανατομικά η καρδιά αποτελείται από τέσσερις κοιλότητες, δύο κόλπους (αριστερό και δεξιό) και δύο κοιλίες (αριστερή και δεξιά). Η μιτροειδής βαλβίδα βρίσκεται μεταξύ των κόλπων και των κοιλιών (κολποκοιλιακή βαλβίδα) και έχει διπλό ρόλο: αφενός επιτρέπει όταν είναι ανοικτή την ελεύθερη ροή του αίματος από τον κόλπο στην κοιλία και αφετέρου εμποδίζει με το κλείσιμο της την ανάποδη ροή του αίματος δηλαδή την επιστροφή του προς τον κόλπο.
Τι ακριβώς είναι;
Η μιτροειδής βαλβίδα αποτελείται από δύο πέταλα που λέγονται γλωχίνες οι οποίες ανοίγουν και κλείνουν ανάλογα με τη φάση του καρδιακού κύκλου. Στην πρόπτωση της μιτροειδούς η κύρια διαταραχή είναι ότι υπάρχει περίσσεια ιστού των γλωχίνων, δηλαδή είναι μεγαλύτερες (μακρύτερες) από ότι πρέπει με αποτέλεσμα όταν η βαλβίδα είναι κλειστή, οι γλωχίνες να προβάλουν προς τα πίσω (δηλαδή προς τον αριστερό κόλπο).
Όταν οι γλωχίνες δεν εφαρμόζουν ακριβώς κατά το κλείσιμο της βαλβίδας (λόγω μεγάλου μεγέθους) αφήνοντας μικρό άνοιγμα που επιτρέπει ροή αίματος προς τον αριστερό κόλπο τότε δημιουργείται ανεπάρκεια της βαλβίδας. Όσο μεγαλύτερη η ανεπάρκεια τόσο μεγαλύτερη η βλάβη.
Πόσο συχνά εμφανίζεται;
Η κυρίαρχη αντίληψη μεταξύ των καρδιολόγων είναι ότι η πρόπτωση της μιτροειδούς είναι μια πολύ κοινή πάθηση χαρακτηριστική των γυναικών, η οποία εμφανίζεται στο 5-15% του πληθυσμού σύμφωνα με πιο ασαφή και χαλαρά κριτήρια διάγνωσης της πάθησης. Σύμφωνα με νεότερες μελέτες προκύπτει ότι δεν είναι τόσο συχνή (2-5%) και αφορά εξίσου γυναίκες και άνδρες.
Διάγνωση και Συμπτώματα
Στις περισσότερες περιπτώσεις η πρόπτωση μιτροειδούς βαλβίδας είναι ασυμπτωματική και ανακαλύπτεται τυχαία σε μια εξέταση ρουτίνας ή στα πλαίσια άλλου νοσήματος. Κάποιοι από τους πάσχοντες μπορεί να αισθάνονται δύσπνοια, πόνο στο θώρακα, αίσθημα παλμών, ή ζάλη. Ο καρδιολόγος υποψιάζεται την ύπαρξη της συγκεκριμένης πάθησης από τα ακροαστικά του ευρήματα. Συγκεκριμένα όταν η βαλβίδα κλείνει και οι πεπαχυσμένες γλωχίνες προβάλλουν προς τα πίσω, δημιουργούν ένα ή περισσότερα συστολικά “κλικ”.
Εάν υπάρχει και συνοδός ανεπάρκεια της βαλβίδας, τότε η ροή του αίματος από το ανοικτό στόμιο της μιτροειδούς βαλβίδας προς τον αριστερό κόλπο δημιουργεί συστολικό φύσημα που ακούγεται μετά τα “κλικ” προς το τέλος της συστολής.
Η ύπαρξη της πάθησης επιβεβαιώνεται κατά τη διενέργεια ηχωκαρδιογραφήματος. Ο καρδιολόγος ενδέχεται να πραγματοποιήσει στα πλαίσια του ελέγχου ΗΚΓ, τεστ κοπώσεως, 24ωρη ηλεκτροκαρδιογραφική καταγραφή μέσω Holter, ιδιαίτερα εάν ο ασθενής αναφέρει αίσθημα παλμών, ζάλης, ή έχει υποστεί λιποθυμικό επεισόδιο, εάν έχει πόνο στο στήθος και παρουσιάζει συμπτώματα δύσπνοιας.
Με ποιον τρόπο επηρεάζεται η Υγεία του Ασθενούς;
Η πρόπτωση μιτροειδούς βαλβίδας είναι μια καλοήθης κατάσταση που δεν επηρεάζει τη λειτουργία της βαλβίδας. Σπάνια ο ασθενής με πρόπτωση της μιτροειδούς βαλβίδας καταλήγει στο χειρουργείο για αντικατάσταση της βαλβίδας.
Γενικά κλινική σημασία αποκτά μόνον εφόσον υπάρχει και σύγχρονη ανεπάρκεια της βαλβίδας. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει κίνδυνος να προσβληθεί η βαλβίδα από βακτήρια οδηγώντας στην ανάπτυξη σοβαρής λοίμωξης, που είναι γνωστή ως “βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα”. Γι’ αυτό το λόγο γιατροί και οδοντίατροι συστήνουν προφυλακτική χορήγηση αντιβίωσης πριν από ορισμένες επεμβάσεις.
Επίσης εάν και εφόσον η μιτροειδής βαλβίδα παρουσιάζει ανεπάρκεια μπορεί προοδευτικά να εξελιχθεί σε σοβαρότερο καρδιακό πρόβλημα, όπου διαταράσσεται η λειτουργία της καρδιάς ως αντλία και μπορεί να χρειάζεται και χειρουργική επέμβαση για τη διόρθωση του προβλήματος.
Η πρόπτωση μιτροειδούς βαλβίδας έχει συνδεθεί επιπλέον με εμφάνιση αρρυθμιών και άτυπου προκάρδιου άλγους. Οι καταστάσεις αυτές φαίνεται να απορρέουν από μια αύξηση στα επίπεδα των κατεχολαμινών στην κυκλοφορία που συχνά συνοδεύει αυτήν τη βαλβιδοπάθεια.
Κατά το παρελθόν η πρόπτωση μιτροειδούς βαλβίδας έχει συσχετιστεί με την εμφάνιση εγκεφαλικών επεισοδίων και αιφνίδιου θανάτου, αλλά τα νεότερα δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο.
Χρειάζεται Θεραπεία;
Γενικά δε χρειάζεται θεραπεία παρά μόνο περιστασιακή προφυλακτική αντιβίωση για την αποφυγή της ενδοκαρδίτιδας στις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν.
Στην περίπτωση της ανεπάρκειας χορηγούνται αγγειοδιασταλτικά και διουρητικά φάρμακα με στόχο να μειώσουν την αρτηριακή πίεση και τις αγγειακές αντιστάσεις, διευκολύνοντας έτσι το έργο της καρδιάς.
Στις σοβαρές περιπτώσεις ανεπάρκειας της βαλβίδας μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση (βαλβιδοπλαστική), ή την αντικατάστασή της. Είναι προφανές ότι χρειάζεται τακτικός κλινικός και απεικονιστικός επανέλεγχος από τον καρδιολόγο, ο οποίος θα καθορίσει τη συχνότητα και την έκταση του ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Συμπερασματικά η πρόπτωση μιτροειδούς βαλβίδας είναι καλής πρόγνωσης. Φυσικά όλες οι περιπτώσεις δεν είναι ίδιες. Έτσι, ο καρδιολόγος θα εκτιμήσει την κάθε περίπτωση ξεχωριστά και θα δώσει τις ανάλογες πληροφορίες και οδηγίες στον πάσχοντα που έχει πρόπτωση μιτροειδούς