Η αύξηση των ορίων ηλικίας καθώς και ο σύγχρονος τρόπος ζωής στις προηγμένες κοινωνίες οδηγεί όλο και μεγαλύτερο αριθμό ασθενών με καρδιακή νόσο στις χειρουργικές αίθουσες. Η προϋπάρχουσα καρδιακή νόσος αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα περιεγχειρητικού κινδύνου σε ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση.
Ο περιεγχειρητικός χειρισμός ασθενών στους οποίους απαιτείται προσωρινή διακοπή της αντιθρομβωτικής αγωγής, εξαιτίας χειρουργικής ή άλλης αιματηρής παρέμβασης, είναι ένα συχνό κλινικό πρόβλημα. Μεγάλος αριθμός ασθενών λαμβάνει αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα, λόγω χρόνιας σταθερής στεφανιαίας νόσου, προσφάτου οξέος στεφανιαίου συνδρόμου ή τοποθέτησης ενδοστεφανιαίας πρόθεσης (stent). Εκτιμάται ότι περίπου 10% των ασθενών που λαμβάνουν αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα θα χρειασθεί να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση ή σε άλλη παρεμβατική ιατρική πράξη.
Η περιεγχειρητική νοσηρότητα και θνητότητα των ασθενών με καρδιοπάθεια που υποβάλλονται σε μείζονες χειρουργικές επεμβάσεις αυξάνει δραματικά. Δεν υπάρχουν αποδείξεις που να στηρίζουν την αλλαγή της παραδοσιακής προσέγγισης της διακοπής της αντιθρομβωτικής αγωγής μια εβδομάδα πριν το χειρουργείο. Η σωστή προεγχειρητική αξιολόγηση και προετοιμασία των ασθενών σε συνδυασμό με τον κατάλληλο σχεδιασμό τόσο του είδους της αναισθησίας όσο και της χειρουργικής επέμβασης μπορεί να μειώσει σημαντικά τον περιεγχειρητικό κίνδυνο. Για τον ανωτέρω λόγο είναι αναγκαία η στενή συνεργασία καρδιολόγου, χειρουργού και αναισθησιολόγου.
Εκτίμηση περιεγχειρητικού κινδύνου
Ο περιεγχειρητικός κίνδυνος αναφέρεται στην προεγχειρητική , τη διεγχειρητική και τη μετεγχειρητική περίοδο (άμεση και απώτερη). Από τις τρεις αυτές περιόδους η πλέον επικίνδυνη για την ανάπτυξη σοβαρών επιπλοκών από το καρδιαγγειακό σύστημα (έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια ή επικίνδυνες αρρυθμίες) θεωρείται η μετεγχειρητική περίοδος.
Ο περιεγχειρητικός κίνδυνος εξαρτάται από τρεις κυρίως παράγοντες:
α) τη βαρύτητα και το είδος της υποκείμενης καρδιολογικής νόσου
β) τη βαρύτητα και το είδος της χειρουργικής επέμβασης, και
γ) συνυπάρχουσες νόσους ή καταστάσεις εκτός από την καρδιακή νόσο ( προχωρημένη ηλικία, σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι, νεφρική, ηπατική ανεπάρκεια ή χρόνια αποφρακτική ή περιοριστική πνευμονοπάθεια.
Οι επείγουσες επεμβάσεις αποτελούν ένα ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου γιατί κατά κανόνα δεν υπάρχει χρόνος για λεπτομερή εκτίμηση και κατάλληλη φαρμακευτική ή παρεμβατική προετοιμασία του ασθενούς.
Ιδιαίτερα στους ασθενείς που λαμβάνουν αντιαιμοπεταλιακή αγωγή τα πρακτικά ερωτήματα που τίθενται είναι τρία:
1. Μπορεί η επέμβαση να γίνει χωρίς διακοπή της αντιθρομβωτικής αγωγής και ποιος είναι ο αιμορραγικός κίνδυνος σε αυτήν την περίπτωση;
2. Μπορεί να διακοπεί η αντιθρομβωτική αγωγή και ποιος είναι ο κίνδυνος θρόμβωσης σε περίπτωση διακοπής της;
3. Υπάρχει κατάλληλη «γεφυρική» αγωγή;
Σκοπός του προεγχειρητικού καρδιολογικού ελέγχου δεν είναι η απόλυτη διευκρίνιση του καρδιολογικού προβλήματος αλλά η διευκρίνιση του στο βαθμό που αυτό εξυπηρετεί τις ανάγκες της χειρουργικής επέμβασης σε όλη την περιεγχειρητική περίοδο (εκτίμηση περιεγχειρητικού κινδύνου και ενημέρωση του ασθενούς, αλλαγή φαρμακευτικής αγωγής αν κριθεί αναγκαίο, επιλογή κατάλληλου είδους αναισθησίας ή χειρουργικής επέμβασης, επιλογή μετεγχειρητικής νοσηλείας του ασθενούς σε κοινό θάλαμο, σε ΜΑΦ ή ΜΕΘ).