Η συνεχής Ηλεκτροκαρδιογραφική καταγραφή στον περιπατητικό ασθενή (γνωστή και ως μέθοδος holter, από το όνομα εκείνου που την ανακάλυψε) αποτελεί χρήσιμη μέθοδο για την εκτίμηση των ασθενών με συχνά επεισόδια αισθήματος παλμών. Τοποθετούνται αρκετά ηλεκτρόδια στο θώρακα του ασθενούς και καταγράφονται τουλάχιστον δύο απαγωγές, για διάστημα 24 έως 72 ωρών. Η χρονική συσχέτιση μεταξύ των συμπτωμάτων και του καρδιακού ρυθμού είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της μεθόδου και σαφώς εξαρτάται από τον ασθενή.
Ο ιατρός οφείλει να εξηγήσει αναλυτικά στον ασθενή ότι θα πρέπει να καταγράφει τόσο τη χρονική στιγμή (ώρα) εμφάνισης των συμπτωμάτων όσο και τον αντίστοιχο χρόνο (ένδειξη) που εμφανίζει η συσκευή. Η μέθοδος αυτή δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική σε ασθενείς που αδυνατούν να εκτελέσουν τις παραπάνω καταγραφές.
Η μέθοδος Holter θεωρείται διαγνωστική μόνο στην περίπτωση που ασθενής αφενός εμφανίσει τυπική συμπτωματολογία ενώ είναι συνδεμένος με τη συσκευή και αφετέρου καταγράψει τη χρονική στιγμή και το χαρακτήρα των συμπτωμάτων. Εάν ταυτόχρονα με το αίσθημα παλμών η συσκευή καταγράψει αρρυθμία, ουσιαστικά επιβεβαιώνεται το αίτιο (αρρυθμία), ενώ παράλληλα είναι εφικτός ο ακριβής προσδιορισμός του είδους της αρρυθμίας. Αντίστροφα, εάν τη χρονική που ο ασθενής αναφέρει τυπική συμπτωματολογία (αίσθημα παλμών), η συσκευή έχει καταγράψει φλεβοκομβικό ρυθμό, ο ιατρός βεβαιώνεται ότι το αίτιο δεν είναι κάποια αρρυθμία και συνήθως χορηγεί συμπτωματική αγωγή.
Η μέθοδος χρησιμοποιείται στις εξής περιπτώσεις:1) να επιβεβαιωθεί η αρρυθμία (εάν υπάρχει) που ευθύνεται για τα συμπτώματα του ασθενούς και 2) να εκτιμηθεί ο κίνδυνος που συνοδεύει τη συγκεκριμένη αρρυθμία ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα της υποκείμενης καρδιοπάθειας, εφόσον επίσης υπάρχει.