Η καρδιά επιτελεί αδιάκοπα το βασικό λειτουργικό έργο της, την κυκλοφορία του αίματος, τόσο στην ήρεμη κατάσταση του ύπνου όσο και στην απαιτητική έντονη σωματική κόπωση. Η καρδιά του αθλητή «προπονείται» παράλληλα με το υπόλοιπο σώμα κατά τη διάρκεια της άσκησης ώστε να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της αυξημένης σωματικής κόπωσης.
Είναι χαρακτηριστικό πως σε έντονη αερόβια άσκηση η καρδιά πρέπει να αντλήσει και να προωθήσει ανά λεπτό περίπου πέντε φορές περισσότερο αίμα απ’ ότι σε συνθήκες ηρεμίας. Επομένως η αθλητική καρδιά, δηλαδή η καρδιά του αθλητή, επιδεικνύει μια σειρά φυσιολογικών αλλαγών – προσαρμογών ως αποτέλεσμα συστηματικής προπόνησης.
Ο ορισμός του αθλητή σύμφωνα με τις συστάσεις της ευρωπαϊκής καρδιολογικής εταιρείας συνίσταται στα εξής: α) αθλούμενοι που ασκούνται για πάνω από 10 h την βδομάδα, β) αθλούμενοι οι οποίοι μετέχουν σε ανταγωνιστικά αθλήματα με εξάσκηση πάνω από 6 h την βδομάδα, γ) αθλούμενοι οι οποίοι ασκούνται για πάνω από 4 h την εβδομάδα τα τελευταία τουλάχιστον 10 έτη.
Οι προσαρμογές λοιπόν της αθλητικής καρδιάς εξαρτώνται τόσο από την ένταση της προπόνησης όσο και από το είδος του αθλήματος. Οι αθλητές υψηλού επιπέδου (πρωταθλητές) εμφανίζουν εντονότερες προσαρμογές σε σχέση με τους ερασιτέχνες αθλητές. Παράλληλα κάθε άθλημα περιλαμβάνει στατικά (αναερόβια) αλλά και δυναμικά (αερόβια) στοιχεία άσκησης με διαφορετικές επιδράσεις στην καρδιά. Έτσι για παράδειγμα η καρδιά ενός πρωταθλητή μεγάλων αποστάσεων που συμμετέχει σε αερόβιο τύπου άσκησης, εμφανίζεται μεγαλύτερη σε μέγεθος καρδιά με μικρότερη καρδιακή συχνότητα (φυσιολογική διάταση των κοιλιών της καρδιάς και βραδυκαρδία). Αντίθετα η καρδιά ενός πρωταθλητή της άρσης βαρών με κυρίως αναερόβια – στατική προπόνηση εμφανίζει μεγαλύτερο πάχος των τοιχωμάτων της καρδιάς (δηλαδή πάχυνση των τοιχωμάτων και βραδυκαρδία).
Ο έλεγχος στους αθλητές λοιπόν αναδεικνύει αυτές τις ήπιες αλλά φυσιολογικές προσαρμογές της αθλητικής καρδιάς. Κατά την φυσική εξέταση ενδεχομένως να ακούγεται κάποιο ήπιο συστολικό «φύσημα», αποτέλεσμα της δυναμικής εξώθησης του αίματος. Το ηλεκτροκαρδιογράφημα ηρεμίας αποτυπώνει συνήθως την βραδυκαρδία των αθλητών στην ηρεμία, καθώς και άλλες ήπιες ιδιαιτερότητες όπως η πρώϊμη αναπόλωση. Τέλος το υπερηχοκαρδιογράφημα προβάλλει τις μεγαλύτερες διαστάσεις των καρδιακών κοιλοτήτων και το αυξημένο πάχος των τοιχωμάτων τους.
Η γνώση των προσαρμογών της αθλητικής καρδιάς δεν έχει μόνο θεωρητική σημασία. Η διάκριση των φυσιολογικών αυτών ευρημάτων από άλλα «παθολογικά» ευρήματα αποκτά πρακτική αξία στην περίπτωση υποκείμενων καρδιακών νοσημάτων. Η υπερτροφική και διατατική μυοκαρδιοπάθεια καθώς και άλλες αρρυθμιογόνες μυοκαρδιοπάθειες μπορεί να εμφανίζουν παρεμφερή ευρήματα. Η διαφοροδιάγνωση των καταστάσεων αυτών από εκδηλώσεις της αθλητικής καρδιάς συχνά είναι δύσκολη και απαιτεί ειδικές εξετάσεις ή παρακολούθηση για την εξασφάλιση του εξεταζομένου.
Με βάση τα παραπάνω, στους συστηματικά ασκούμενους αθλητές η καρδιαγγειακή εξέταση είναι απαραίτητη κι έχει ως στόχο την παρακολούθηση και την πρόοδο των αλλαγών στην αθλητική καρδιά, καθώς επίσης την ανίχνευση και τον αποκλεισμό αγνώστων καρδιακών νοσημάτων.