Τι είναι;
Το αίσθημα παλμών (σκίρτημα, έντονο κτύπημα ή σαν διαλείψεις κατά την ψηλάφηση του σφυγμού) αποτελεί συχνό σύμπτωμα και ορίζεται ως το δυσάρεστο και ενοχλητικό αίσθημα που προκύπτει όταν ο καρδιακός παλμός είναι αισθητός. Θα πρέπει, ωστόσο, να γίνει κατανοητό ότι η ύπαρξη αισθήματος παλμών δεν ισοδυναμεί με την παρουσία αρρυθμίας και αντίστροφα. Είναι δυνατόν οι ασθενείς να αναφέρουν αυτό το δυσάρεστο αίσθημα είτε σε έδαφος φυσιολογικού φλεβοκομβικού ρυθμού, είτε σε έδαφος φλεβοκομβικής ταχυκαρδίας (εξαιτίας π.χ. αγχώδους συνδρομής) ή πολύ ισχυρών καρδιακών συστολών. Αντίστροφα, οι αρρυθμίες μπορεί να παραμείνουν ασυμπτωματικές ή να εκδηλωθούν με διαφορετικά συμπτώματα – όπως ζάλη, συγκοπτικές κρίσεις, δύσπνοια, καταβολή ή θωρακικό πόνο – και όχι αίσθημα παλμών. Το αίσθημα παλμών και οι αρρυθμίες συνιστούν αλληλοσχετιζόμενες καταστάσεις, χωρίς όμως να είναι συνώνυμα.
Πότε συμβαίνει;
Εκτακτοσυστολική αρρυθμία χαρακτηρίζεται η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο ρυθμός λειτουργίας της καρδιάς δεν είναι ρυθμικός. Ο άνθρωπος μπορεί να μην την αισθάνεται καθόλου ή αισθάνεται κάτι σαν σκίρτημα, έντονο κτύπημα ή σαν διαλείψεις κατά την ψηλάφηση του σφυγμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι μονήρεις έκτακτες συστολές δηλαδή το αίσθημα παλμών και οι αρρυθμίες μπορούν να αντιπροσωπεύουν από την πιο καλοήθη (αν και ενοχλητική) κατάσταση έως και να συνιστούν προάγγελο αιφνίδιου θανάτου. Η εμφάνιση όμως κυρίως έκτακτων κοιλιακών συστολών και η συνύπαρξη τους με κάποιες καρδιακές παθήσεις μπορεί να τις καταστήσει ιδιαίτερα επικίνδυνες.
Πως λειτουργεί ο Ηλεκτρισμός της Καρδιάς;
Η καρδιά είναι ένα όργανο που λειτουργεί αυτόματα υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού κέντρου που λέγεται φλεβοκόμβος και ο οποίος εξασφαλίζει την ομαλή και ρυθμική λειτουργία της καρδιάς. Έτσι, τα σκιρτήματα ή φτερουγίσματα της καρδιάς συνήθως δεν είναι τίποτα άλλο από συναισθηματικές εντολές που δίνει ο εγκέφαλος και που διαβιβάζονται μέσω των νεύρων προς την καρδιά.
Πως γίνεται η διερεύνηση;
Κατά την εκτίμηση του ασθενούς με αίσθημα παλμών θα πρέπει να διερευνώνται οι παρακάτω παράμετροι:
- το σύμπτωμα (αίσθημα παλμών),
- η λειτουργική διαταραχή (αρρυθμία),
- το υπόστρωμα (υποκείμενη καρδιακή νόσος) και
- οι εκλυτικοί παράγοντες.
Στόχος της διερεύνησης είναι η λεπτομερής ανάλυση όλων των διαστάσεων του προβλήματος και στη συνέχεια η λήψη ορθών αποφάσεων για τη θεραπευτική του αντιμετώπιση.
Πόσο επικίνδυνες είναι;
Οι υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες δεν απειλούν τη ζωή, είναι όμως δυνατόν να δημιουργήσουν επιπλοκές που πολλές φορές δεν είναι ευκαταφρόνητες. Οι προϋποθέσεις για να δημιουργηθούν θανατηφόρες αρρυθμίες είναι η ύπαρξη ενεργού στεφανιαίας νόσου, καρδιακής ανεπάρκειας, μυοκαρδίτιδας ή καρδιακής νόσου γενικότερα.
Οι ασθενείς χωρίς σημεία οργανικού υποστρώματος θεωρούνται χαμηλού κινδύνου και η ανάγκη περαιτέρω διαγνωστικού ελέγχου εξαρτάται αποκλειστικά από τη βαρύτητα και τη συχνότητα των συμπτωμάτων. Οι ασθενείς που δεν αντιμετωπίζουν οργανικό πρόβλημα και είτε έχουν ήπια συμπτωματολογία είτε έχουν συμπτώματα που οφείλονται σε βραχέα επεισόδια ταχυκαρδίας, δεν χρειάζονται περαιτέρω έλεγχο. Αντίθετα, στους ασθενείς που δεν έχουν οργανικό υπόστρωμα αλλά τα συμπτώματα τους εμφανίζονται τόσο συχνά ώστε να απαιτούν φαρμακευτική αγωγή, θα πρέπει πρωτίστως να ταυτοποιηθεί η υπεύθυνη αρρυθμία.
Συμπερασματικά:
Οι στόχοι κατά την εκτίμηση των ασθενών με αίσθημα παλμών είναι: 1) να επιβεβαιωθεί η αρρυθμία (εάν υπάρχει) που ευθύνεται για τα συμπτώματα του ασθενούς και 2) να εκτιμηθεί ο κίνδυνος που συνοδεύει τη συγκεκριμένη αρρυθμία ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα της υποκείμενης καρδιοπάθειας, εφόσον επίσης υπάρχει. Για όλους τους ασθενείς απαιτείται η λήψη προσεκτικού ιστορικού, η εκτέλεση αντικειμενικής εξέτασης καθώς και ΗΚΓ ηρεμίας 12 απαγωγών. Με βάση τα στοιχεία που θα προκύψουν, ο ιατρός καλείται να εκτιμήσει την πιθανότητα ύπαρξης υποκείμενης οργανικής καρδιοπάθειας και το δυνητικό κίνδυνο για τον ασθενή. Στους ασθενείς με σημεία οργανικής καρδιοπάθειας ή με ειδικά χαρακτηριστικά που τους εντάσσουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου (π.χ. προσυγκοπτικό ή συγκοπτικό επεισόδιο), θα πρέπει να εκτελείται 24ωρη συνεχής Ηλεκτροκαρδιογραφική καταγραφή μεμονωμένων συμβάντων, εκτός και εάν δεν μπορούν να χειριστούν τις συγκεκριμένες συσκευές.
Η Ηλεκτροφυσιολογική Μελέτη θα πρέπει γενικά να περιορίζεται στους ασθενείς των οποίων η αρρυθμία επιβεβαιώνεται με μη επεμβατικές διαγνωστικές μεθόδους, αλλά η θεραπεία εξαρτάται από την επεμβατική εκτίμηση της συγκεκριμένης αρρυθμίας. Οι ασθενείς με κλινικά σημεία ενδεικτικά υποκείμενης καρδιοπάθειας και διαγνωσμένη κοιλιακή ταχυκαρδία, θα πρέπει να υποβάλλονται σε Υπερηχοκαρδιογραφικό έλεγχο προκειμένου να υπολογισθεί το κλάσμα εξώθησης (λειτουργικότητα) της αριστερής κοιλίας και κατ’ επέκταση ο κίνδυνος εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών εξαιτίας της αρρυθμίας